- αντεπίτροπος
- οαυτός που αναπληρώνει τον επίτροπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντεπίτροπος — ο (AM ἀντεπίτροπος) ο αναπληρωτής του επιτρόπου νεοελλ. αξιωματικός της στρατιωτικής δικαιοσύνης, που αντιστοιχεί με τον αντεισαγγελέα της πολιτικής δικαιοσύνης … Dictionary of Greek